Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀναγκαστός
ἀνάγκη
ἀναγνάμπτω
ἄναγνος
ἀναγνώρισις
ἀνάγνωσις
ἀνάγνωσμα
ἀναγνώστης
ἀναγνωστικός
ἀναγόρευσις
ἀναγορεύω
ἀναγραπτέος
ἀνάγραπτος
ἀναγραφεύς
ἀναγραφή
ἀναγράφω
ἀναγρύζω
ἀναγυμνόω
ἀναγωγή
ἀνάγωγος
ἀναγώνιστος
View word page
ἀναγορεύω
ἀναγορεύω fut. and aor. are mostly supplied by ἀν-ερῶ, ἀν-εῖπον. to proclaim publicly, Aeschin.:—Pass. to be proclaimed, ἀναγορευέσθω νικηφόρος Plat.
ShortDef
to proclaim publicly, see also ἀνεῖπον
Debugging
Headword:
ἀναγορεύω
Headword (normalized):
ἀναγορεύω
Headword (normalized/stripped):
αναγορευω
IDX:
2147
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2148
Key:
a)nagoreu/w
Data
{'content': 'ἀναγορεύω\n fut. and aor. are mostly supplied by ἀν-ερῶ, ἀν-εῖπον.\n to proclaim publicly, Aeschin.:—Pass. to be proclaimed, ἀναγορευέσθω νικηφόρος Plat.', 'key': 'a)nagoreu/w'}