Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Μολοσσός
μολπάζω
μολπαστής
μολπηδόν
μολπή
μολπῆτις
μολύβδαινα
μολύβδινος
μολυβδίς
μόλυβδος
μολυνοπραγμονέομαι
μολυσμός
μολύνω
μομφή
μοναδικός
μοναμπυκία
μονάμπυξ
μοναρχέω
μοναρχία
μοναρχικός
μόναρχος
View word page
μολυνοπραγμονέομαι
μολυνοπραγμονέομαι μολῡνο-πραγμονέομαι, πρᾶγμα Pass. to get into dirty quarrels, Ar.

ShortDef

to get into dirty quarrels

Debugging

Headword:
μολυνοπραγμονέομαι
Headword (normalized):
μολυνοπραγμονέομαι
Headword (normalized/stripped):
μολυνοπραγμονεομαι
IDX:
21458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21479
Key:
molunopragmone/omai

Data

{'content': 'μολυνοπραγμονέομαι\n μολῡνο-πραγμονέομαι,\n πρᾶγμα\n Pass. to get into dirty quarrels, Ar.', 'key': 'molunopragmone/omai'}