Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μόλις
μολοβρός
Μολοσσός
μολπάζω
μολπαστής
μολπηδόν
μολπή
μολπῆτις
μολύβδαινα
μολύβδινος
μολυβδίς
μόλυβδος
μολυνοπραγμονέομαι
μολυσμός
μολύνω
μομφή
μοναδικός
μοναμπυκία
μονάμπυξ
μοναρχέω
μοναρχία
View word page
μολυβδίς
μολυβδίς μολυβδίς, ίδος, ἡ, a leaden weight on a net, Plat. like μολύβδαινα a leaden ball, Xen. from μόλυβδος

ShortDef

a leaden weight

Debugging

Headword:
μολυβδίς
Headword (normalized):
μολυβδίς
Headword (normalized/stripped):
μολυβδις
IDX:
21456
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21477
Key:
molubdi/s

Data

{'content': 'μολυβδίς\n μολυβδίς, ίδος, ἡ,\n a leaden weight on a net, Plat.\n like μολύβδαινα\n a leaden ball, Xen.\n from μόλυβδος', 'key': 'molubdi/s'}