Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μοιχεύτρια
μοιχεύω
μοιχίδιος
μοιχικός
μοιχός
μολιβαχθής
μόλιβος
μόλις
μολοβρός
Μολοσσός
μολπάζω
μολπαστής
μολπηδόν
μολπή
μολπῆτις
μολύβδαινα
μολύβδινος
μολυβδίς
μόλυβδος
μολυνοπραγμονέομαι
μολυσμός
View word page
μολπάζω
μολπάζω μολπάζω, only in pres. to sing of, Lat. canere, Ar.

ShortDef

to sing of

Debugging

Headword:
μολπάζω
Headword (normalized):
μολπάζω
Headword (normalized/stripped):
μολπαζω
IDX:
21449
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21470
Key:
molpa/zw

Data

{'content': 'μολπάζω\n μολπάζω,\n only in pres.\n to sing of, Lat. canere, Ar.', 'key': 'molpa/zw'}