Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μοιχεία
μοιχεύτρια
μοιχεύω
μοιχίδιος
μοιχικός
μοιχός
μολιβαχθής
μόλιβος
μόλις
μολοβρός
Μολοσσός
μολπάζω
μολπαστής
μολπηδόν
μολπή
μολπῆτις
μολύβδαινα
μολύβδινος
μολυβδίς
μόλυβδος
μολυνοπραγμονέομαι
View word page
Μολοσσός
Μολοσσός Μολοσσός, Attic -ττός, όν Molossian, Hdt., Aesch., etc.:—fem. Μολοσσία, ( sc. γῆ ) Pind.
ShortDef
Molossian
Debugging
Headword:
Μολοσσός
Headword (normalized):
μολοσσός
Headword (normalized/stripped):
μολοσσος
IDX:
21448
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21469
Key:
*molosso/s
Data
{'content': 'Μολοσσός\n Μολοσσός, Attic -ττός, όν\n \n Molossian, Hdt., Aesch., etc.:—fem. Μολοσσία, ( sc. γῆ ) Pind.', 'key': '*molosso/s'}