Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μοιχάγρια
μοιχαλίς
μοιχάω
μοιχεία
μοιχεύτρια
μοιχεύω
μοιχίδιος
μοιχικός
μοιχός
μολιβαχθής
μόλιβος
μόλις
μολοβρός
Μολοσσός
μολπάζω
μολπαστής
μολπηδόν
μολπή
μολπῆτις
μολύβδαινα
μολύβδινος
View word page
μόλιβος
μόλιβος .μόλῐβος, ου, lead, Hom.; fem. in Anth. older form of μόλυβδος

ShortDef

lead

Debugging

Headword:
μόλιβος
Headword (normalized):
μόλιβος
Headword (normalized/stripped):
μολιβος
IDX:
21445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21466
Key:
mo/libos

Data

{'content': 'μόλιβος\n .μόλῐβος, ου,\n lead, Hom.; fem. in Anth.\n older form of μόλυβδος', 'key': 'mo/libos'}