Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μοιρηγενής
μοιρίδιος
μοιρόκραντος
Μοῖσα
μοιχάγρια
μοιχαλίς
μοιχάω
μοιχεία
μοιχεύτρια
μοιχεύω
μοιχίδιος
μοιχικός
μοιχός
μολιβαχθής
μόλιβος
μόλις
μολοβρός
Μολοσσός
μολπάζω
μολπαστής
μολπηδόν
View word page
μοιχίδιος
μοιχίδιος μοῐχίδιος, α, ον born in adultery, Luc.

ShortDef

born in adultery

Debugging

Headword:
μοιχίδιος
Headword (normalized):
μοιχίδιος
Headword (normalized/stripped):
μοιχιδιος
IDX:
21441
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21462
Key:
moixi/dios

Data

{'content': 'μοιχίδιος\n μοῐχίδιος, α, ον\n born in adultery, Luc.', 'key': 'moixi/dios'}