Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μόθων
μοῖρα
μοιράω
μοιρηγενής
μοιρίδιος
μοιρόκραντος
Μοῖσα
μοιχάγρια
μοιχαλίς
μοιχάω
μοιχεία
μοιχεύτρια
μοιχεύω
μοιχίδιος
μοιχικός
μοιχός
μολιβαχθής
μόλιβος
μόλις
μολοβρός
Μολοσσός
View word page
μοιχεία
μοιχεία μοιχεία, ἡ, adultery, Plat.

ShortDef

adultery

Debugging

Headword:
μοιχεία
Headword (normalized):
μοιχεία
Headword (normalized/stripped):
μοιχεια
IDX:
21438
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21459
Key:
moixei/a

Data

{'content': 'μοιχεία\n μοιχεία, ἡ,\n adultery, Plat.', 'key': 'moixei/a'}