Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μόθος
μοθωνικός
μόθων
μοῖρα
μοιράω
μοιρηγενής
μοιρίδιος
μοιρόκραντος
Μοῖσα
μοιχάγρια
μοιχαλίς
μοιχάω
μοιχεία
μοιχεύτρια
μοιχεύω
μοιχίδιος
μοιχικός
μοιχός
μολιβαχθής
μόλιβος
μόλις
View word page
μοιχαλίς
μοιχαλίς μοιχᾰλίς, ίδος, ἡ, = μοιχάω an adulteress, NTest.:as adj. adulterous, NTest. as Subst. = μοιχεία, NTest.
ShortDef
an adulteress
Debugging
Headword:
μοιχαλίς
Headword (normalized):
μοιχαλίς
Headword (normalized/stripped):
μοιχαλις
IDX:
21436
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21457
Key:
moixali/s
Data
{'content': 'μοιχαλίς\n μοιχᾰλίς, ίδος, ἡ,\n = μοιχάω\n an adulteress, NTest.:as adj. adulterous, NTest.\n as Subst. = μοιχεία, NTest.', 'key': 'moixali/s'}