Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μόδιος
μόθος
μοθωνικός
μόθων
μοῖρα
μοιράω
μοιρηγενής
μοιρίδιος
μοιρόκραντος
Μοῖσα
μοιχάγρια
μοιχαλίς
μοιχάω
μοιχεία
μοιχεύτρια
μοιχεύω
μοιχίδιος
μοιχικός
μοιχός
μολιβαχθής
μόλιβος
View word page
μοιχάγρια
μοιχάγρια μοιχ-άγρια, ων, τά, ἄγρα a fine imposed on one taken in adultery, Od.
ShortDef
a fine imposed on one taken in adultery
Debugging
Headword:
μοιχάγρια
Headword (normalized):
μοιχάγρια
Headword (normalized/stripped):
μοιχαγρια
IDX:
21435
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21456
Key:
moixa/gria
Data
{'content': 'μοιχάγρια\n μοιχ-άγρια, ων, τά,\n ἄγρα\n a fine imposed on one taken in adultery, Od.', 'key': 'moixa/gria'}