Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μόγος
μογοστόκος
μόδιος
μόθος
μοθωνικός
μόθων
μοῖρα
μοιράω
μοιρηγενής
μοιρίδιος
μοιρόκραντος
Μοῖσα
μοιχάγρια
μοιχαλίς
μοιχάω
μοιχεία
μοιχεύτρια
μοιχεύω
μοιχίδιος
μοιχικός
μοιχός
View word page
μοιρόκραντος
μοιρόκραντος μοιρό-κραντος, ὁ, κραίνω ordained by destiny, Aesch.

ShortDef

ordained by destiny

Debugging

Headword:
μοιρόκραντος
Headword (normalized):
μοιρόκραντος
Headword (normalized/stripped):
μοιροκραντος
IDX:
21433
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21454
Key:
moiro/krantos

Data

{'content': 'μοιρόκραντος\n μοιρό-κραντος, ὁ,\n κραίνω\n ordained by destiny, Aesch.', 'key': 'moiro/krantos'}