μοιρίδιος
μοιρίδιος, α, ον
μοῖρα
allotted by destiny, destined, doomed, Lat. fatalis, μ. ἆμαρ etc., the day of doom, Pind.; μοιριδία τίσις Soph.; ἁ μοιριδία δύνασις the power of fate, Soph.
{'content': 'μοιρίδιος\n μοιρίδιος, α, ον\n μοῖρα\n allotted by destiny, destined, doomed, Lat. fatalis, μ. ἆμαρ etc., the day of doom, Pind.; μοιριδία τίσις Soph.; ἁ μοιριδία δύνασις the power of fate, Soph.', 'key': 'moiri/dios'}