Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μόγις
μόγος
μογοστόκος
μόδιος
μόθος
μοθωνικός
μόθων
μοῖρα
μοιράω
μοιρηγενής
μοιρίδιος
μοιρόκραντος
Μοῖσα
μοιχάγρια
μοιχαλίς
μοιχάω
μοιχεία
μοιχεύτρια
μοιχεύω
μοιχίδιος
μοιχικός
View word page
μοιρίδιος
μοιρίδιος μοιρίδιος, α, ον μοῖρα allotted by destiny, destined, doomed, Lat. fatalis, μ. ἆμαρ etc., the day of doom, Pind.; μοιριδία τίσις Soph.; ἁ μοιριδία δύνασις the power of fate, Soph.

ShortDef

allotted by destiny, destined, doomed

Debugging

Headword:
μοιρίδιος
Headword (normalized):
μοιρίδιος
Headword (normalized/stripped):
μοιριδιος
IDX:
21432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21453
Key:
moiri/dios

Data

{'content': 'μοιρίδιος\n μοιρίδιος, α, ον\n μοῖρα\n allotted by destiny, destined, doomed, Lat. fatalis, μ. ἆμαρ etc., the day of doom, Pind.; μοιριδία τίσις Soph.; ἁ μοιριδία δύνασις the power of fate, Soph.', 'key': 'moiri/dios'}