Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μνηστύς
μνήστωρ
μνιαρός
μνίον
μογερός
μογέω
μογιλάλος
μόγις
μόγος
μογοστόκος
μόδιος
μόθος
μοθωνικός
μόθων
μοῖρα
μοιράω
μοιρηγενής
μοιρίδιος
μοιρόκραντος
Μοῖσα
μοιχάγρια
View word page
μόδιος
μόδιος μόδιος, ὁ, a dry measure, Lat. modius, = the sixth of a medimnus, about 2 gallons, NTest.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μόδιος
Headword (normalized):
μόδιος
Headword (normalized/stripped):
μοδιος
IDX:
21425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21446
Key:
mo/dios
Data
{'content': 'μόδιος\n μόδιος, ὁ,\n a dry measure, Lat. modius, = the sixth of a medimnus, about 2 gallons, NTest.', 'key': 'mo/dios'}