Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μνῆστις
μνηστός
μνηστύς
μνήστωρ
μνιαρός
μνίον
μογερός
μογέω
μογιλάλος
μόγις
μόγος
μογοστόκος
μόδιος
μόθος
μοθωνικός
μόθων
μοῖρα
μοιράω
μοιρηγενής
μοιρίδιος
μοιρόκραντος
View word page
μόγος
μόγος toil, trouble, Il. trouble, distress, Lat. labor, Soph.

ShortDef

toil, trouble

Debugging

Headword:
μόγος
Headword (normalized):
μόγος
Headword (normalized/stripped):
μογος
IDX:
21423
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21444
Key:
mo/gos

Data

{'content': 'μόγος\n toil, trouble, Il.\n trouble, distress, Lat. labor, Soph.', 'key': 'mo/gos'}