Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μνηστεύω
μνηστήρ
μνῆστις
μνηστός
μνηστύς
μνήστωρ
μνιαρός
μνίον
μογερός
μογέω
μογιλάλος
μόγις
μόγος
μογοστόκος
μόδιος
μόθος
μοθωνικός
μόθων
μοῖρα
μοιράω
μοιρηγενής
View word page
μογιλάλος
μογιλάλος μογῐ-λάλος, ον hardly-speaking, dumb, NTest.

ShortDef

hardly-speaking, dumb

Debugging

Headword:
μογιλάλος
Headword (normalized):
μογιλάλος
Headword (normalized/stripped):
μογιλαλος
IDX:
21421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21442
Key:
mogila/los

Data

{'content': 'μογιλάλος\n μογῐ-λάλος, ον\n hardly-speaking, dumb, NTest.', 'key': 'mogila/los'}