Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μνήστειρα
μνήστευμα
μνηστεύω
μνηστήρ
μνῆστις
μνηστός
μνηστύς
μνήστωρ
μνιαρός
μνίον
μογερός
μογέω
μογιλάλος
μόγις
μόγος
μογοστόκος
μόδιος
μόθος
μοθωνικός
μόθων
μοῖρα
View word page
μογερός
μογερός μογερός, ά, όν μόγος of persons, toiling, wretched, Trag. of things, toilsome, grievous, Eur.

ShortDef

toiling, wretched

Debugging

Headword:
μογερός
Headword (normalized):
μογερός
Headword (normalized/stripped):
μογερος
IDX:
21419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21440
Key:
mogero/s

Data

{'content': 'μογερός\n μογερός, ά, όν\n μόγος\n of persons, toiling, wretched, Trag.\n of things, toilsome, grievous, Eur.', 'key': 'mogero/s'}