Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μνησιδωρέω
μνησικακέω
μνησίκακος
μνησιπήμων
μνηστεία
μνήστειρα
μνήστευμα
μνηστεύω
μνηστήρ
μνῆστις
μνηστός
μνηστύς
μνήστωρ
μνιαρός
μνίον
μογερός
μογέω
μογιλάλος
μόγις
μόγος
μογοστόκος
View word page
μνηστός
μνηστός μνηστός, ή, όν μνάομαι wooed and won, wedded, ἄλοχος μνηστή a wedded wife, Hom.

ShortDef

wooed and won, wedded

Debugging

Headword:
μνηστός
Headword (normalized):
μνηστός
Headword (normalized/stripped):
μνηστος
IDX:
21414
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21435
Key:
mnhsto/s

Data

{'content': 'μνηστός\n μνηστός, ή, όν\n μνάομαι\n wooed and won, wedded, ἄλοχος μνηστή a wedded wife, Hom.', 'key': 'mnhsto/s'}