Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μνημονευτικός
μνημονευτός
μνημονεύω
μνημονικός
μνημοσύνη
μνημόσυνον
μνήμων
μνησιδωρέω
μνησικακέω
μνησίκακος
μνησιπήμων
μνηστεία
μνήστειρα
μνήστευμα
μνηστεύω
μνηστήρ
μνῆστις
μνηστός
μνηστύς
μνήστωρ
μνιαρός
View word page
μνησιπήμων
μνησιπήμων μνησῐ-πήμων, ον, reminding of misery, μν. πόνος the painful memory of woe, Aesch.
ShortDef
reminding of misery
Debugging
Headword:
μνησιπήμων
Headword (normalized):
μνησιπήμων
Headword (normalized/stripped):
μνησιπημων
IDX:
21407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21428
Key:
mnhsiph/mwn
Data
{'content': 'μνησιπήμων\n μνησῐ-πήμων, ον,\n reminding of misery, μν. πόνος the painful memory of woe, Aesch.', 'key': 'mnhsiph/mwn'}