Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀναγεννάω
ἀναγεύω
ἀναγιγνώσκω
ἀναγκάζω
ἀναγκαῖον
ἀναγκαῖος
ἀναγκαστέος
ἀναγκαστός
ἀνάγκη
ἀναγνάμπτω
ἄναγνος
ἀναγνώρισις
ἀνάγνωσις
ἀνάγνωσμα
ἀναγνώστης
ἀναγνωστικός
ἀναγόρευσις
ἀναγορεύω
ἀναγραπτέος
ἀνάγραπτος
ἀναγραφεύς
View word page
ἄναγνος
ἄναγνος impure, unclean, unholy, defiled, Aesch., etc.

ShortDef

impure, unclean, unholy, defiled

Debugging

Headword:
ἄναγνος
Headword (normalized):
ἄναγνος
Headword (normalized/stripped):
αναγνος
IDX:
2140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2141
Key:
a)/nagnos

Data

{'content': 'ἄναγνος\n impure, unclean, unholy, defiled, Aesch., etc.', 'key': 'a)/nagnos'}