Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μισοψευδής
μιστύλλω
μιτοεργός
μιτόομαι
μιτορραφής
μίτος
μίτρα
Μίτρα
μιτρηφόρος
μιτρόδετος
μίτυλος
μιτώδης
μνααῖος
μνάομαι
μνᾶ
μνασιδωρέω
μνεία
μνῆμα
μνημεῖον
μνήμενος
μνήμη
View word page
μίτυλος
μίτυλος μίτῠλος (ῐ), or μύτῐλος, η, ον Lat. mutilus, curtailed, esp. hornless, Theocr. deriv. uncertain
ShortDef
hornless
Debugging
Headword:
μίτυλος
Headword (normalized):
μίτυλος
Headword (normalized/stripped):
μιτυλος
IDX:
21384
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21405
Key:
mi/tulos
Data
{'content': 'μίτυλος\n μίτῠλος (ῐ), or μύτῐλος, η, ον\n Lat. mutilus, curtailed, esp. hornless, Theocr.\n deriv. uncertain', 'key': 'mi/tulos'}