Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μισοφίλιππος
μισόχρηστος
μισοψευδής
μιστύλλω
μιτοεργός
μιτόομαι
μιτορραφής
μίτος
μίτρα
Μίτρα
μιτρηφόρος
μιτρόδετος
μίτυλος
μιτώδης
μνααῖος
μνάομαι
μνᾶ
μνασιδωρέω
μνεία
μνῆμα
μνημεῖον
View word page
μιτρηφόρος
μιτρηφόρος wearing a μίτρα or turban, Hdt.

ShortDef

wearing a μίτρα

Debugging

Headword:
μιτρηφόρος
Headword (normalized):
μιτρηφόρος
Headword (normalized/stripped):
μιτρηφορος
IDX:
21382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21403
Key:
mitrhfo/ros

Data

{'content': 'μιτρηφόρος\n wearing a μίτρα or turban, Hdt.', 'key': 'mitrhfo/ros'}