Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μισόσοφος
μῖσος
μισοσύλλας
μισότεκνος
μισοτύραννος
μισότυφος
μισοφίλιππος
μισόχρηστος
μισοψευδής
μιστύλλω
μιτοεργός
μιτόομαι
μιτορραφής
μίτος
μίτρα
Μίτρα
μιτρηφόρος
μιτρόδετος
μίτυλος
μιτώδης
μνααῖος
View word page
μιτοεργός
μιτοεργός μῐτο-εργός, όν *ἔργω working the thread, Anth.

ShortDef

working the thread

Debugging

Headword:
μιτοεργός
Headword (normalized):
μιτοεργός
Headword (normalized/stripped):
μιτοεργος
IDX:
21376
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21397
Key:
mitoergo/s

Data

{'content': 'μιτοεργός\n μῐτο-εργός, όν\n *ἔργω\n working the thread, Anth.', 'key': 'mitoergo/s'}