Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀναγγέλλω
ἀνάγγελος
ἀναγελάω
ἀναγεννάω
ἀναγεύω
ἀναγιγνώσκω
ἀναγκάζω
ἀναγκαῖον
ἀναγκαῖος
ἀναγκαστέος
ἀναγκαστός
ἀνάγκη
ἀναγνάμπτω
ἄναγνος
ἀναγνώρισις
ἀνάγνωσις
ἀνάγνωσμα
ἀναγνώστης
ἀναγνωστικός
ἀναγόρευσις
ἀναγορεύω
View word page
ἀναγκαστός
ἀναγκαστός ἀναγκάζω forced, constrained, Hdt.; ἀν. στρατεύειν pressed into the service, Thuc.

ShortDef

forced, constrained

Debugging

Headword:
ἀναγκαστός
Headword (normalized):
ἀναγκαστός
Headword (normalized/stripped):
αναγκαστος
IDX:
2137
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2138
Key:
a)nagkasto/s

Data

{'content': 'ἀναγκαστός\n ἀναγκάζω\n forced, constrained, Hdt.; ἀν. στρατεύειν pressed into the service, Thuc.', 'key': 'a)nagkasto/s'}