Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀναβρυχάομαι
ἀναγγέλλω
ἀνάγγελος
ἀναγελάω
ἀναγεννάω
ἀναγεύω
ἀναγιγνώσκω
ἀναγκάζω
ἀναγκαῖον
ἀναγκαῖος
ἀναγκαστέος
ἀναγκαστός
ἀνάγκη
ἀναγνάμπτω
ἄναγνος
ἀναγνώρισις
ἀνάγνωσις
ἀνάγνωσμα
ἀναγνώστης
ἀναγνωστικός
ἀναγόρευσις
View word page
ἀναγκαστέος
ἀναγκαστέος verb. adj. of ἀναγκάζω. to be compelled, Plat. neut. ἀναγκαστέον one must compel, Plat.
ShortDef
to be compelled
Debugging
Headword:
ἀναγκαστέος
Headword (normalized):
ἀναγκαστέος
Headword (normalized/stripped):
αναγκαστεος
IDX:
2136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2137
Key:
a)nagkaste/os
Data
{'content': 'ἀναγκαστέος\n verb. adj. of ἀναγκάζω.\n to be compelled, Plat.\n neut. ἀναγκαστέον one must compel, Plat.', 'key': 'a)nagkaste/os'}