Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μισθοφορά
μισθοφορέω
μισθοφορητέος
μισθοφορία
μισθοφόρος
μισθόω
μίσθωμα
μίσθωσις
μισθωτής
μισθωτικός
μισθωτός
μισογόης
μισογύνης
μισοδημία
μισόδημος
μισόθεος
μισόθηρος
μισοκαῖσαρ
μισολάκων
μισολάμαχος
μισολογία
View word page
μισθωτός
μισθωτός μισθωτός, ή, όν from μισθόω hired, Hdt., Plat. as Subst. an hireling, hired servant, Ar.: of soldiers, in pl., mercenaries, Hdt., Thuc.
ShortDef
hired
Debugging
Headword:
μισθωτός
Headword (normalized):
μισθωτός
Headword (normalized/stripped):
μισθωτος
IDX:
21344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21365
Key:
misqwto/s
Data
{'content': 'μισθωτός\n μισθωτός, ή, όν\n from μισθόω\n hired, Hdt., Plat.\n as Subst. an hireling, hired servant, Ar.: of soldiers, in pl., mercenaries, Hdt., Thuc.', 'key': 'misqwto/s'}