Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μισθός
μισθοφορά
μισθοφορέω
μισθοφορητέος
μισθοφορία
μισθοφόρος
μισθόω
μίσθωμα
μίσθωσις
μισθωτής
μισθωτικός
μισθωτός
μισογόης
μισογύνης
μισοδημία
μισόδημος
μισόθεος
μισόθηρος
μισοκαῖσαρ
μισολάκων
μισολάμαχος
View word page
μισθωτικός
μισθωτικός μισθωτικός, ή, όν from μισθόω of or for letting out:— ἡ μισθωτική, = μισθαρνική, a mercenary trade, Plat.

ShortDef

of or for letting out, mercenary

Debugging

Headword:
μισθωτικός
Headword (normalized):
μισθωτικός
Headword (normalized/stripped):
μισθωτικος
IDX:
21343
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21364
Key:
misqwtiko/s

Data

{'content': 'μισθωτικός\n μισθωτικός, ή, όν\n from μισθόω\n of or for letting out:— ἡ μισθωτική, = μισθαρνική, a mercenary trade, Plat.', 'key': 'misqwtiko/s'}