Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μισθοδότης
μισθός
μισθοφορά
μισθοφορέω
μισθοφορητέος
μισθοφορία
μισθοφόρος
μισθόω
μίσθωμα
μίσθωσις
μισθωτής
μισθωτικός
μισθωτός
μισογόης
μισογύνης
μισοδημία
μισόδημος
μισόθεος
μισόθηρος
μισοκαῖσαρ
μισολάκων
View word page
μισθωτής
μισθωτής μισθωτής, οῦ, ὁ, from μισθόω one who pays rent, a tenant, Dem.

ShortDef

one who pays rent, a tenant

Debugging

Headword:
μισθωτής
Headword (normalized):
μισθωτής
Headword (normalized/stripped):
μισθωτης
IDX:
21342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21363
Key:
misqwth/s

Data

{'content': 'μισθωτής\n μισθωτής, οῦ, ὁ,\n from μισθόω\n one who pays rent, a tenant, Dem.', 'key': 'misqwth/s'}