Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μισθαρχίδης
μίσθιος
μισθοδοσία
μισθοδοτέω
μισθοδότης
μισθός
μισθοφορά
μισθοφορέω
μισθοφορητέος
μισθοφορία
μισθοφόρος
μισθόω
μίσθωμα
μίσθωσις
μισθωτής
μισθωτικός
μισθωτός
μισογόης
μισογύνης
μισοδημία
μισόδημος
View word page
μισθοφόρος
μισθοφόρος μισθο-φόρος, ον φέρω receiving wages or pay, serving for hire, mercenary, Plat., Dem. as Subst., μισθοφόροι, οἱ, mercenaries, Thuc., Xen., etc.; —also, μ. τριήρεις galleys manned with mercenaries, Ar.

ShortDef

receiving wages

Debugging

Headword:
μισθοφόρος
Headword (normalized):
μισθοφόρος
Headword (normalized/stripped):
μισθοφορος
IDX:
21338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21359
Key:
misqofo/ros

Data

{'content': 'μισθοφόρος\n μισθο-φόρος, ον\n φέρω\n receiving wages or pay, serving for hire, mercenary, Plat., Dem.\n as Subst., μισθοφόροι, οἱ, mercenaries, Thuc., Xen., etc.; —also, μ. τριήρεις galleys manned with mercenaries, Ar.', 'key': 'misqofo/ros'}