Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μισθαρνία
μισθαρνικός
μισθαρχίδης
μίσθιος
μισθοδοσία
μισθοδοτέω
μισθοδότης
μισθός
μισθοφορά
μισθοφορέω
μισθοφορητέος
μισθοφορία
μισθοφόρος
μισθόω
μίσθωμα
μίσθωσις
μισθωτής
μισθωτικός
μισθωτός
μισογόης
μισογύνης
View word page
μισθοφορητέος
μισθοφορητέος μισθοφορητέος, ον verb. adj. of μισθοφορέω one must receive pay, Thuc.

ShortDef

one must receive pay

Debugging

Headword:
μισθοφορητέος
Headword (normalized):
μισθοφορητέος
Headword (normalized/stripped):
μισθοφορητεος
IDX:
21336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21357
Key:
misqoforhte/os

Data

{'content': 'μισθοφορητέος\n μισθοφορητέος, ον\n verb. adj. of μισθοφορέω\n one must receive pay, Thuc.', 'key': 'misqoforhte/os'}