Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μισθάρνης
μισθαρνητικός
μισθαρνία
μισθαρνικός
μισθαρχίδης
μίσθιος
μισθοδοσία
μισθοδοτέω
μισθοδότης
μισθός
μισθοφορά
μισθοφορέω
μισθοφορητέος
μισθοφορία
μισθοφόρος
μισθόω
μίσθωμα
μίσθωσις
μισθωτής
μισθωτικός
μισθωτός
View word page
μισθοφορά
μισθοφορά μισθο-φορά, ἡ, = ἡ τοῦ μισθοῦ φορά, receipt of wages or wages received, hire, pay, Ar., Thuc., etc.
ShortDef
receipt of wages
Debugging
Headword:
μισθοφορά
Headword (normalized):
μισθοφορά
Headword (normalized/stripped):
μισθοφορα
IDX:
21334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21355
Key:
misqofora/
Data
{'content': 'μισθοφορά\n μισθο-φορά, ἡ,\n = ἡ τοῦ μισθοῦ φορά, receipt of wages or wages received, hire, pay, Ar., Thuc., etc.', 'key': 'misqofora/'}