Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μισθάριον
μισθαρνέω
μισθάρνης
μισθαρνητικός
μισθαρνία
μισθαρνικός
μισθαρχίδης
μίσθιος
μισθοδοσία
μισθοδοτέω
μισθοδότης
μισθός
μισθοφορά
μισθοφορέω
μισθοφορητέος
μισθοφορία
μισθοφόρος
μισθόω
μίσθωμα
μίσθωσις
μισθωτής
View word page
μισθοδότης
μισθοδότης μισθο-δότης, ου, ὁ, one who pays wages, a paymaster, Plat., Xen.

ShortDef

one who pays wages, a paymaster

Debugging

Headword:
μισθοδότης
Headword (normalized):
μισθοδότης
Headword (normalized/stripped):
μισθοδοτης
IDX:
21332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21353
Key:
misqodo/ths

Data

{'content': 'μισθοδότης\n μισθο-δότης, ου, ὁ,\n one who pays wages, a paymaster, Plat., Xen.', 'key': 'misqodo/ths'}