Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μισθαποδότης
μισθάριον
μισθαρνέω
μισθάρνης
μισθαρνητικός
μισθαρνία
μισθαρνικός
μισθαρχίδης
μίσθιος
μισθοδοσία
μισθοδοτέω
μισθοδότης
μισθός
μισθοφορά
μισθοφορέω
μισθοφορητέος
μισθοφορία
μισθοφόρος
μισθόω
μίσθωμα
μίσθωσις
View word page
μισθοδοτέω
μισθοδοτέω μισθοδοτέω, fut. -ήσω to pay wages, absol., Xen., Dem.: —c. acc. to furnish with pay, Decret. ap. Dem. from μισθοδότης

ShortDef

to pay wages

Debugging

Headword:
μισθοδοτέω
Headword (normalized):
μισθοδοτέω
Headword (normalized/stripped):
μισθοδοτεω
IDX:
21331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21352
Key:
misqodote/w

Data

{'content': 'μισθοδοτέω\n μισθοδοτέω,\n fut. -ήσω\n to pay wages, absol., Xen., Dem.: —c. acc. to furnish with pay, Decret. ap. Dem.\n from μισθοδότης', 'key': 'misqodote/w'}