Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μισητός
μισθαποδοσία
μισθαποδότης
μισθάριον
μισθαρνέω
μισθάρνης
μισθαρνητικός
μισθαρνία
μισθαρνικός
μισθαρχίδης
μίσθιος
μισθοδοσία
μισθοδοτέω
μισθοδότης
μισθός
μισθοφορά
μισθοφορέω
μισθοφορητέος
μισθοφορία
μισθοφόρος
μισθόω
View word page
μίσθιος
μίσθιος μίσθιος, α, ον μισθός salaried, hired, Plut., NTest.
ShortDef
salaried, hired
Debugging
Headword:
μίσθιος
Headword (normalized):
μίσθιος
Headword (normalized/stripped):
μισθιος
IDX:
21329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21350
Key:
mi/sqios
Data
{'content': 'μίσθιος\n μίσθιος, α, ον\n μισθός\n salaried, hired, Plut., NTest.', 'key': 'mi/sqios'}