Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μισητέος
μισητία
μισητός
μισθαποδοσία
μισθαποδότης
μισθάριον
μισθαρνέω
μισθάρνης
μισθαρνητικός
μισθαρνία
μισθαρνικός
μισθαρχίδης
μίσθιος
μισθοδοσία
μισθοδοτέω
μισθοδότης
μισθός
μισθοφορά
μισθοφορέω
μισθοφορητέος
μισθοφορία
View word page
μισθαρνικός
μισθαρνικός μισθαρνικός, ή, όν μισθάρνης of or for hired work, mercenary, Arist.

ShortDef

of/for hired work, mercenary

Debugging

Headword:
μισθαρνικός
Headword (normalized):
μισθαρνικός
Headword (normalized/stripped):
μισθαρνικος
IDX:
21327
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21348
Key:
misqarniko/s

Data

{'content': 'μισθαρνικός\n μισθαρνικός, ή, όν\n μισθάρνης\n of or for hired work, mercenary, Arist.', 'key': 'misqarniko/s'}