Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μίσημα
μισητέος
μισητία
μισητός
μισθαποδοσία
μισθαποδότης
μισθάριον
μισθαρνέω
μισθάρνης
μισθαρνητικός
μισθαρνία
μισθαρνικός
μισθαρχίδης
μίσθιος
μισθοδοσία
μισθοδοτέω
μισθοδότης
μισθός
μισθοφορά
μισθοφορέω
μισθοφορητέος
View word page
μισθαρνία
μισθαρνία μισθαρνία, ἡ, from μισθαρνής an earning of wages, Dem.

ShortDef

an earning of wages

Debugging

Headword:
μισθαρνία
Headword (normalized):
μισθαρνία
Headword (normalized/stripped):
μισθαρνια
IDX:
21326
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21347
Key:
misqarni/a

Data

{'content': 'μισθαρνία\n μισθαρνία, ἡ,\n from μισθαρνής\n an earning of wages, Dem.', 'key': 'misqarni/a'}