Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μισέω
μίσημα
μισητέος
μισητία
μισητός
μισθαποδοσία
μισθαποδότης
μισθάριον
μισθαρνέω
μισθάρνης
μισθαρνητικός
μισθαρνία
μισθαρνικός
μισθαρχίδης
μίσθιος
μισθοδοσία
μισθοδοτέω
μισθοδότης
μισθός
μισθοφορά
μισθοφορέω
View word page
μισθαρνητικός
μισθαρνητικός from μισθάρνης μισθαρνητικός, ή, όν of or for hired work, mercenary: ἡ -κή (sc. τέχνη) the trade of one who takes wages or pay, Plat. from μισθαρνής

ShortDef

of/for hired work, mercenary

Debugging

Headword:
μισθαρνητικός
Headword (normalized):
μισθαρνητικός
Headword (normalized/stripped):
μισθαρνητικος
IDX:
21325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21346
Key:
misqarnhtiko/s

Data

{'content': 'μισθαρνητικός\n from μισθάρνης\n μισθαρνητικός, ή, όν\n of or for hired work, mercenary: ἡ -κή (sc. τέχνη) the trade of one who takes wages or pay, Plat.\n from μισθαρνής', 'key': 'misqarnhtiko/s'}