Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μισέλλην
μισέω
μίσημα
μισητέος
μισητία
μισητός
μισθαποδοσία
μισθαποδότης
μισθάριον
μισθαρνέω
μισθάρνης
μισθαρνητικός
μισθαρνία
μισθαρνικός
μισθαρχίδης
μίσθιος
μισθοδοσία
μισθοδοτέω
μισθοδότης
μισθός
μισθοφορά
View word page
μισθάρνης
μισθάρνης μισθ-άρνης, ου, ὁ, ἄρνυμαι a hired workman, Plut.
ShortDef
a hired workman
Debugging
Headword:
μισθάρνης
Headword (normalized):
μισθάρνης
Headword (normalized/stripped):
μισθαρνης
IDX:
21324
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21345
Key:
misqa/rnhs
Data
{'content': 'μισθάρνης\n μισθ-άρνης, ου, ὁ,\n ἄρνυμαι\n a hired workman, Plut.', 'key': 'misqa/rnhs'}