Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μισγάγκεια
μισέλλην
μισέω
μίσημα
μισητέος
μισητία
μισητός
μισθαποδοσία
μισθαποδότης
μισθάριον
μισθαρνέω
μισθάρνης
μισθαρνητικός
μισθαρνία
μισθαρνικός
μισθαρχίδης
μίσθιος
μισθοδοσία
μισθοδοτέω
μισθοδότης
μισθός
View word page
μισθαρνέω
μισθαρνέω to work or serve for hire, Plat., Dem.; μισθαρνῶν ἀνύειν τι to do a thing for pay, Soph.
ShortDef
to work for hire
Debugging
Headword:
μισθαρνέω
Headword (normalized):
μισθαρνέω
Headword (normalized/stripped):
μισθαρνεω
IDX:
21323
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21344
Key:
misqarne/w
Data
{'content': 'μισθαρνέω\n to work or serve for hire, Plat., Dem.; μισθαρνῶν ἀνύειν τι to do a thing for pay, Soph.', 'key': 'misqarne/w'}