Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μισάνθρωπος
μισγάγκεια
μισέλλην
μισέω
μίσημα
μισητέος
μισητία
μισητός
μισθαποδοσία
μισθαποδότης
μισθάριον
μισθαρνέω
μισθάρνης
μισθαρνητικός
μισθαρνία
μισθαρνικός
μισθαρχίδης
μίσθιος
μισθοδοσία
μισθοδοτέω
μισθοδότης
View word page
μισθάριον
μισθάριον μισθάριον (ᾰ), ου, τό, Dim. of μισθός a little fee, Ar.

ShortDef

a little fee

Debugging

Headword:
μισθάριον
Headword (normalized):
μισθάριον
Headword (normalized/stripped):
μισθαριον
IDX:
21322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21343
Key:
misqa/rion

Data

{'content': 'μισθάριον\n μισθάριον (ᾰ), ου, τό,\n Dim. of μισθός\n a little fee, Ar.', 'key': 'misqa/rion'}