Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μισαλέξανδρος
μισάμπελος
μισανθρωπία
μισάνθρωπος
μισγάγκεια
μισέλλην
μισέω
μίσημα
μισητέος
μισητία
μισητός
μισθαποδοσία
μισθαποδότης
μισθάριον
μισθαρνέω
μισθάρνης
μισθαρνητικός
μισθαρνία
μισθαρνικός
μισθαρχίδης
μίσθιος
View word page
μισητός
μισητός μῑσητός, ή, όν hateful, Aesch., Xen.
ShortDef
hateful
Debugging
Headword:
μισητός
Headword (normalized):
μισητός
Headword (normalized/stripped):
μισητος
IDX:
21319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21340
Key:
mishto/s
Data
{'content': 'μισητός\n μῑσητός, ή, όν\n hateful, Aesch., Xen.', 'key': 'mishto/s'}