Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μισαθήναιος
μισαλάζων
μισαλέξανδρος
μισάμπελος
μισανθρωπία
μισάνθρωπος
μισγάγκεια
μισέλλην
μισέω
μίσημα
μισητέος
μισητία
μισητός
μισθαποδοσία
μισθαποδότης
μισθάριον
μισθαρνέω
μισθάρνης
μισθαρνητικός
μισθαρνία
μισθαρνικός
View word page
μισητέος
μισητέος μῑσητέος, α, ον verb. adj. of μισέω to be hated, Xen. μισητέον, one must hate, Luc.

ShortDef

to be hated

Debugging

Headword:
μισητέος
Headword (normalized):
μισητέος
Headword (normalized/stripped):
μισητεος
IDX:
21317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21338
Key:
mishte/os

Data

{'content': 'μισητέος\n μῑσητέος, α, ον\n verb. adj. of μισέω\n to be hated, Xen.\n μισητέον, one must hate, Luc.', 'key': 'mishte/os'}