Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μισαγαθία
μισάγαθος
μισαθήναιος
μισαλάζων
μισαλέξανδρος
μισάμπελος
μισανθρωπία
μισάνθρωπος
μισγάγκεια
μισέλλην
μισέω
μίσημα
μισητέος
μισητία
μισητός
μισθαποδοσία
μισθαποδότης
μισθάριον
μισθαρνέω
μισθάρνης
μισθαρνητικός
View word page
μισέω
μισέω μῑσέω, μῖσος to hate, Pind., Attic:—c. acc. et inf., μίσησεν δʼ ἄρα μιν κυσὶ κύρμα γενέσθαι, Zeus hated (would not suffer) that he should become a prey to dogs, Il.; οὐ μισοῦντα τὴν πόλιν, τὸ μὴ οὐ μεγάλην εἶναι not grudging that the city should be great, Ar.:—Pass. to be hated, Hdt., Attic

ShortDef

to hate

Debugging

Headword:
μισέω
Headword (normalized):
μισέω
Headword (normalized/stripped):
μισεω
IDX:
21315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21336
Key:
mise/w

Data

{'content': 'μισέω\n μῑσέω,\n μῖσος\n to hate, Pind., Attic:—c. acc. et inf., μίσησεν δʼ ἄρα μιν κυσὶ κύρμα γενέσθαι, Zeus hated (would not suffer) that he should become a prey to dogs, Il.; οὐ μισοῦντα τὴν πόλιν, τὸ μὴ οὐ μεγάλην εἶναι not grudging that the city should be great, Ar.:—Pass. to be hated, Hdt., Attic', 'key': 'mise/w'}