Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μινυρίζω
μινύρισμα
μινύρομαι
μινυρός
μινυώριος
Μινώϊος
Μίνως
μίξις
μιξοβάρβαρος
μιξόθηρ
μιξόθροος
μιξόλευκος
μιξολύδιος
μιξολυδιστί
μιξοπάρθενος
μιξοφρύγιος
μισαγαθία
μισάγαθος
μισαθήναιος
μισαλάζων
μισαλέξανδρος
View word page
μιξόθροος
μιξόθροος μιξό-θροος, ον with mingled cries, Aesch.
ShortDef
with mingled cries
Debugging
Headword:
μιξόθροος
Headword (normalized):
μιξόθροος
Headword (normalized/stripped):
μιξοθροος
IDX:
21299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21320
Key:
mico/qrous
Data
{'content': 'μιξόθροος\n μιξό-θροος, ον\n with mingled cries, Aesch.', 'key': 'mico/qrous'}