Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μινύθω
μινυνθάδιος
μίνυνθα
μινυρίζω
μινύρισμα
μινύρομαι
μινυρός
μινυώριος
Μινώϊος
Μίνως
μίξις
μιξοβάρβαρος
μιξόθηρ
μιξόθροος
μιξόλευκος
μιξολύδιος
μιξολυδιστί
μιξοπάρθενος
μιξοφρύγιος
μισαγαθία
μισάγαθος
View word page
μίξις
μίξις μίξις, εως, μίγνυμι a mixing, mingling, Plat.; v. κρᾶσις, intercourse with others, esp. sexual intercourse, Hdt.
ShortDef
mixing, mingling
Debugging
Headword:
μίξις
Headword (normalized):
μίξις
Headword (normalized/stripped):
μιξις
IDX:
21296
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21317
Key:
mi=cis
Data
{'content': 'μίξις\n μίξις, εως,\n μίγνυμι\n a mixing, mingling, Plat.; v. κρᾶσις, \n intercourse with others, esp. sexual intercourse, Hdt.', 'key': 'mi=cis'}