Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μιμολογέομαι
μιμολόγος
μῖμος
μιμῳδός
μίνθος
μινθόω
μιν
Μινύαι
Μινύειος
μινύθω
μινυνθάδιος
μίνυνθα
μινυρίζω
μινύρισμα
μινύρομαι
μινυρός
μινυώριος
Μινώϊος
Μίνως
μίξις
μιξοβάρβαρος
View word page
μινυνθάδιος
μινυνθάδιος μῐνυνθάδιος, α, ον shortlived, Hom.:—comp. μινυνθαδιώτερος Il.

ShortDef

shortlived

Debugging

Headword:
μινυνθάδιος
Headword (normalized):
μινυνθάδιος
Headword (normalized/stripped):
μινυνθαδιος
IDX:
21287
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21308
Key:
minunqa/dios

Data

{'content': 'μινυνθάδιος\n μῐνυνθάδιος, α, ον\n shortlived, Hom.:—comp. μινυνθαδιώτερος Il.', 'key': 'minunqa/dios'}