Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μιμητικός
μιμητός
μιμνάζω
μιμνήσκω
μίμνω
μιμολογέομαι
μιμολόγος
μῖμος
μιμῳδός
μίνθος
μινθόω
μιν
Μινύαι
Μινύειος
μινύθω
μινυνθάδιος
μίνυνθα
μινυρίζω
μινύρισμα
μινύρομαι
μινυρός
View word page
μινθόω
μινθόω μινθόω, fut. -ώσω μίνθος to besmear with dung, befoul, Ar.
ShortDef
to besmear with dung, befoul
Debugging
Headword:
μινθόω
Headword (normalized):
μινθόω
Headword (normalized/stripped):
μινθοω
IDX:
21282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21303
Key:
minqo/w
Data
{'content': 'μινθόω\n μινθόω,\n fut. -ώσω\n μίνθος\n to besmear with dung, befoul, Ar.', 'key': 'minqo/w'}