Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μιλτόω
μίμαρκυς
μιμέομαι
μιμηλός
μίμημα
μίμησις
μιμητέος
μιμητής
μιμητικός
μιμητός
μιμνάζω
μιμνήσκω
μίμνω
μιμολογέομαι
μιμολόγος
μῖμος
μιμῳδός
μίνθος
μινθόω
μιν
Μινύαι
View word page
μιμνάζω
μιμνάζω μιμνάζω, Epic form of μίμνω to wait, stay, Il. to await, expect, c. acc., Hhymn.
ShortDef
to wait, stay
Debugging
Headword:
μιμνάζω
Headword (normalized):
μιμνάζω
Headword (normalized/stripped):
μιμναζω
IDX:
21274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21295
Key:
mimna/zw
Data
{'content': 'μιμνάζω\n μιμνάζω,\n Epic form of μίμνω\n to wait, stay, Il.\n to await, expect, c. acc., Hhymn.', 'key': 'mimna/zw'}