Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μιλτοφυρής
μιλτόω
μίμαρκυς
μιμέομαι
μιμηλός
μίμημα
μίμησις
μιμητέος
μιμητής
μιμητικός
μιμητός
μιμνάζω
μιμνήσκω
μίμνω
μιμολογέομαι
μιμολόγος
μῖμος
μιμῳδός
μίνθος
μινθόω
μιν
View word page
μιμητός
μιμητός μῑμητός, ή, όν μιμέομαι to be imitated or copied, Xen.
ShortDef
to be imitated
Debugging
Headword:
μιμητός
Headword (normalized):
μιμητός
Headword (normalized/stripped):
μιμητος
IDX:
21273
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21294
Key:
mimhto/s
Data
{'content': 'μιμητός\n μῑμητός, ή, όν\n μιμέομαι\n to be imitated or copied, Xen.', 'key': 'mimhto/s'}