Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μιλτοπάρηος
μίλτος
μιλτοφυρής
μιλτόω
μίμαρκυς
μιμέομαι
μιμηλός
μίμημα
μίμησις
μιμητέος
μιμητής
μιμητικός
μιμητός
μιμνάζω
μιμνήσκω
μίμνω
μιμολογέομαι
μιμολόγος
μῖμος
μιμῳδός
μίνθος
View word page
μιμητής
μιμητής μῑμητής, οῦ, ὁ, μιμέομαι an imitator, copyist, Plat., etc. one who represents characters, Arist. a mere actor, an impostor (cf. ὑποκριτής) , Plat.

ShortDef

an imitator, copyist

Debugging

Headword:
μιμητής
Headword (normalized):
μιμητής
Headword (normalized/stripped):
μιμητης
IDX:
21271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21292
Key:
mimhth/s

Data

{'content': 'μιμητής\n μῑμητής, οῦ, ὁ,\n μιμέομαι\n an imitator, copyist, Plat., etc.\n one who represents characters, Arist.\n a mere actor, an impostor (cf. ὑποκριτής) , Plat.', 'key': 'mimhth/s'}