Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μιλτηλιφής
μιλτοπάρηος
μίλτος
μιλτοφυρής
μιλτόω
μίμαρκυς
μιμέομαι
μιμηλός
μίμημα
μίμησις
μιμητέος
μιμητής
μιμητικός
μιμητός
μιμνάζω
μιμνήσκω
μίμνω
μιμολογέομαι
μιμολόγος
μῖμος
μιμῳδός
View word page
μιμητέος
μιμητέος μῑμητέος, α, ον verb. adj. of μιμέομαι to be imitated, Xen. μιμητέον, one must imitate, Eur., Xen.
ShortDef
to be imitated
Debugging
Headword:
μιμητέος
Headword (normalized):
μιμητέος
Headword (normalized/stripped):
μιμητεος
IDX:
21270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21291
Key:
mimhte/os
Data
{'content': 'μιμητέος\n μῑμητέος, α, ον\n verb. adj. of μιμέομαι\n to be imitated, Xen.\n μιμητέον, one must imitate, Eur., Xen.', 'key': 'mimhte/os'}